- ἀκολουθιῶν
- ἀκολουθίαfollowingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αριθμοδείκτες — Στη στατιστική είναι δοσμένοι οι λόγοι που προκύπτουν από τη διαίρεση του κάθε όρου μιας ακολουθίας με έναν ορισμένο από αυτούς και τον πολλαπλασιασμό έπειτα του κάθε πηλίκου με μια δύναμη του 10, συνήθως με το 100. Με τον τρόπο αυτό η στατιστική … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αίτηση — η (Α αἴτησις) το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση νεοελλ. 1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι 2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά (Εκκλ.) τμήμα… … Dictionary of Greek
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
ανθολόγιο — το (ΜΑ ἀνθολόγιον) νεοελλ. ανθολογία νεοελλ. μσν. συλλογή λειτουργικών βιβλίων και ακολουθιών τής Εκκλησίας αρχ. συλλογή λουλουδιών … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
διακονικός — ή, ό (AM διακονικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην υπηρεσία του 1. το ουδ. εν. ως ουσ. το διακονικό α) η δεξιά κόγχη τού Αγίου Βήματος β) το σκευοφυλάκιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακονικά όσα… … Dictionary of Greek
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… … Dictionary of Greek